Βέμπερ, Άντολφ Ντίτριχ — (Adolf Dietrich Weber, Ροστόκ 1753 – Ροστόκ 1817). Γερμανός νομομαθής. Καθηγητής πανεπιστημίου στο Κίελο και το Ροστόκ, ο Β. υπήρξε βαθύς γνώστης του ρωμαϊκού δικαίου και άσκησε μεγάλη επιρροή στη θεωρία και την πρακτική της νομικής επιστήμης της … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μεκλεμβούργο — (Mecklenburg). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή στο βορειοανατολικό τμήμα της Γερμανίας. Σήμερα, αποτελεί μαζί με την ιστορική περιοχή της Πομερανίας κρατίδιο που φέρει την ονομασία Μ.–Δυτική Πομερανία (23.170 τ. χλμ., 1.759.877 κατ. το 2002) και… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
χάνσα — Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας… … Dictionary of Greek
Άλκμααρ, Χάινριχ φον- — (Heinrich von Alkmaar Hinrech van Alckmer, 15ος αι.). Ολλανδός ποιητής. Είναι γνωστός από τη μετάφραση στα ολλανδικά του πολύ διαδεδομένου κατά τον Μεσαίωνα γαλλικού λαϊκού σατιρικού ποιήματος Οι περιπέτειες της αλεπούς, το οποίο μεταφράστηκε… … Dictionary of Greek
Γέρινγκ, Ρούντολφ φον- — (Rudolf von Jhering, Άουριχ, Κάτω Σαξονία 1818 – Γκέτινγκεν 1892). Γερμανός νομομαθής και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Βασιλείας, του Ροστόκ, του Κίελου, του Γκίσεν, της Βιέννης και του Γκέτινγκεν, και θεωρείται ένας… … Dictionary of Greek
Γιόνσον, Ούβε — (Uwe Johnson, 1934 – 1984). Γερμανός συγγραφέας. Μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία και σπούδασε στο Ροστόκ και στη Λειψία (1952 56). Το 1959 κατέφυγε στο Δυτικό Βερολίνο, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Επηρεασμένος από τον Φόκνερ και τους νεωτεριστές… … Dictionary of Greek
Γκρότιους — (Grotius, Ντελφτ, Ολλανδία 1583 – Ροστόκ, Μεκλεμβούργο 1645). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Ολλανδού φιλοσόφου και θεολόγου Χουίγκβαν Γκρόοτ (Huigvan Groot). Η φήμη του Γ. συνδέθηκε κυρίως με το έργο του Δίκαιο πολέμου και ειρήνης (De… … Dictionary of Greek
Κατς, Νταβίντ — (DavidKatz, Κάσελ 1884 – Στοκχόλμη 1953). Γερμανός ψυχολόγος. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και εργάστηκε έως το 1919 στο ινστιτούτο ψυχολογίας του τοπικού πανεπιστημίου. Αργότερα προσκλήθηκε στο πανεπιστήμιο του Ροστόκ, όπου παρέμεινε μέχρι την άνοδο… … Dictionary of Greek